Ν1. επίρρ. περισσότερο από το πρέπον ή το κανονικό, επί πλέον, ως εκ περισσού2. ως ουσ. το περιπλέονκαθετί που υπερβαίνει ένα καθορισμένο μέτρο, περίσσευμα, πλεόνασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. περιπλέον του περίπλεος.