πρέπον

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

French (Bailly abrégé)

part. neutre de πρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρέπον ptc. praes. n. van πρέπω.

Russian (Dvoretsky)

πρέπον: τό подходящее, подобающее: κατὰ и πρὸς τὸ π. Plat. как подобает.

Greek (Liddell-Scott)

πρέπον: -οντος, τό, μετοχ. τοῦ πρέπω, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

πρέπον: -οντος, τό, μτχ. του πρέπω III 2.