περισσοεπής

German (Pape)

[Seite 592] ές, Sp., = περισσολόγος.

Greek Monolingual

και αττ. τ. περιττοεπής, -ές, Α
περιττολόγος, αυτός που λέγει περιττά λόγια, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + -επής (< ἔπος), πρβλ. καλλιεπής].