περιστεφανώνω

Greek Monolingual

περιστεφανῶ -όω, ΝΑ
στεφανώνω, περιβάλλω με στεφάνι ή σαν σε στεφάνι, περιστέφω
αρχ.
1. τοποθετώ ολόγυρα σε κύκλο
2. περικυκλώνω.