περιστεφανῶ -όω, ΝΑστεφανώνω, περιβάλλω με στεφάνι ή σαν σε στεφάνι, περιστέφωαρχ.1. τοποθετώ ολόγυρα σε κύκλο2. περικυκλώνω.