περιστρωφάομαι
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
parcourir, acc..
Étymologie: περιστροφή.
Russian (Dvoretsky)
περιστρωφάομαι: [frequ. к περιστρέφομαι] обходить кругом (πάντα τὰ χρηστήρια Her.).
Greek (Liddell-Scott)
περιστρωφάομαι: θαμιστ. τοῦ περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, περιερχόμενος πάντα τὰ μαντεῖα, Ἡρόδ. 8. 135· περιστρωφῶντο δ’ ὀπωπαὶ Κόϊντ. Σμ. 12. 404.
Greek Monotonic
περιστρωφάομαι: θαμιστικό του περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, τριγύρω σε όλα τα μαντεία, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
[Frequentat. of περιστρέφομαι]
περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια going round to all the oracles, Hdt.