περιφρονώ

Greek Monolingual

-έω, ΝΜΑ
1. καταφρονώ, θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο προσοχής ή ευτελούς αξίας
2. παραμελώ, αγνοώ («περιφρόνησα τον κίνδυνο»)
αρχ.
εξετάζω, υπολογίζω με προσοχή.