-έω, ΝΜΑ1. καταφρονώ, θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο προσοχής ή ευτελούς αξίας2. παραμελώ, αγνοώ («περιφρόνησα τον κίνδυνο»)αρχ.εξετάζω, υπολογίζω με προσοχή.