παραμελώ

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

παραμελῶ, -έω, ΝΑ
1. αμελώ, δεν φροντίζω για κάποιον ή για κάτι
2. παθ. παραμελοῦμαι, -έομαι
εγκαταλείπομαι από κάποιον («παραμελημένα παιδιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀμελῶ].