αγνοώ

From LSJ

κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit

Source

Greek Monolingual

ἀγνοῶ (Α -έω)
1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια
2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου
νεοελλ.
1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ, αψηφώ
2. (παθ. μτχ. ως ουσ.) αγνοούμενος, -η, -ο
πρόσωπο, για την τύχη του οποίου δεν γνωρίζουμε τίποτε μετά από στρατιωτική επιχείρηση
αρχ.
1. δεν αντιλαμβάνομαι, δεν αναγνωρίζω
2. δεν διακρίνω, δεν κατανοώ, αδυνατώ να καταλάβω
3. ξεχνώ, λησμονώ
4. δεν γνωρίζω τί είναι δίκαιο, ορθό
5. κάνω σφάλμα ή αμάρτημα από άγνοια
6. (μτχ. ενεστ.) ἀγνοῶν
κατά λάθος, από άγνοια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ασθενής βαθμίδα του γιγνώσκω.
ΠΑΡ. ἄγνοια
αρχ.
ἀγνόημα, ἀγνοητικός, ἀγνοούντως.
ΣΥΝΘ. ἀγνόδικος].