αγνοώ

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

ἀγνοῶ (Α -έω)
1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια
2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου
νεοελλ.
1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ, αψηφώ
2. (παθ. μτχ. ως ουσ.) αγνοούμενος, -η, -ο
πρόσωπο, για την τύχη του οποίου δεν γνωρίζουμε τίποτε μετά από στρατιωτική επιχείρηση
αρχ.
1. δεν αντιλαμβάνομαι, δεν αναγνωρίζω
2. δεν διακρίνω, δεν κατανοώ, αδυνατώ να καταλάβω
3. ξεχνώ, λησμονώ
4. δεν γνωρίζω τί είναι δίκαιο, ορθό
5. κάνω σφάλμα ή αμάρτημα από άγνοια
6. (μτχ. ενεστ.) ἀγνοῶν
κατά λάθος, από άγνοια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ασθενής βαθμίδα του γιγνώσκω.
ΠΑΡ. ἄγνοια
αρχ.
ἀγνόημα, ἀγνοητικός, ἀγνοούντως.
ΣΥΝΘ. ἀγνόδικος].