κόρις, Hsch. πετηνός, ή, όν, v. πετεινός. πετοῖσαι, = πεσοῦσαι, v. πίπτω.
ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «κόρις».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ένταξη της λ. στην οικογένεια του πετάννυμι ή του πέτομαι παραμένει αμφίβολη (πρβλ. και πετηλίς)].