πετιμέζι

Greek Monolingual

και πετμέζι, το, Ν
1. το σταφιδόμελι, το γλυκό παχύρρευστο υγρό που παράγεται από τον μούστο με παρατεταμένο βράσιμο σε σιγανή φωτιά
2. μτφ. καθετί που είναι πάρα πολύ γλυκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pekmez].