και πετμέζι, το, Ν1. το σταφιδόμελι, το γλυκό παχύρρευστο υγρό που παράγεται από τον μούστο με παρατεταμένο βράσιμο σε σιγανή φωτιά2. μτφ. καθετί που είναι πάρα πολύ γλυκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pekmez].