πετρελαϊκός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που έχει σχέση με το πετρέλαιο («πετρελαϊκή πολιτική»)
2. φρ. α) «πετρελαϊκός αιθέρας» — βλ. αιθέρας πετρελαϊκός
β) «πετρελαϊκός σχιστόλιθος» — κάθε λεπτόκοκκο ιζηματογενές πέτρωμα, πλούσιο σε οργανικό υλικό, που μπορεί να δώσει πετρέλαιο όταν θερμανθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετρέλαιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].