πετροσπουργίτης
Greek Monolingual
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους Petronia petronia, ανοιχτόχρωμος, κοντόχοντρος σπουργίτης με κοντή ουρά και ραβδωτό στέμμα.
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους Petronia petronia, ανοιχτόχρωμος, κοντόχοντρος σπουργίτης με κοντή ουρά και ραβδωτό στέμμα.