πευκέδανον

English (LSJ)

τό,
A sulphurwort, hog's fennel, hog fennel, hogfennel, hog-fennel, Peucedanum officinale, Thphr. HP 9.14.1, Nic.Th.76:—also πευκέδανος, ἡ, v.l. in Dsc.3.78, cf. Sch. Nic.Th.76.
II = σίκυς ἄγριος, Ps.-Dsc.4.150.

Greek (Liddell-Scott)

πευκέδᾰνον: τό, φυτόν τι ὅμοιον μαράθρῳ, ὅπερ τεμνόμενον κατὰ τὴν ῥίζαν παράγει ὀπὸν ναρκωτικόν, Θεοφρ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14. 1· ― ὡσαύτως πευκέδανος, ἡ, Διοσκ. 3. 92.

German (Pape)

τό, = πευκέδανος, Diosc.