πηγάδιον
Greek (Liddell-Scott)
πηγάδιον: τό, = πηγίδιον, μικρὰ πηγή, Ἰω. Μόσχος 3037Α. 2) = φρέαρ, κοινῶς «πηγάδι», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερισμ. 143.
Greek Monolingual
το / πηγάδιον και πηγάδιν, ΝΜ
νεοελλ.
1. βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, φρέαρ
2. κάθε όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου ή ορυκτού
3. απότομη διαφορά βάθους του θαλάσσιου βυθού, που περιορίζεται σε μικρή έκταση
μσν.
μικρή πηγή, πηγούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. κηπάδιον)].