πηδαλιουχώ
Greek Monolingual
πηδαλιουχῶ, -έω, ΝΜΑ πηδαλιούχος
χειρίζομαι το πηδάλιο, κατευθύνω το πλοίο, είμαι πηδαλιούχος
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρκμ.) πηδαλιουχούμενος, -η, -ο
α) ως επίθ. αυτός που φέρει πηδάλιο και κυβερνιέται με πηδάλιο
β) το ουδ. ως ουσ. το πηδαλιουχούμενο
αερόπλοιο ή αερόστατο που κατευθύνεται με πηδάλιο ή με πηδάλια
μσν.-αρχ.
μτφ. κυβερνώ, κατευθύνω, διέπω («πηδαλιουχεῖν τὰ σύμπαντα», Φίλ.).