αερόστατο
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
το (Αερον.)
μεγάλος αεροστεγής σάκος, γεμάτος με ένα αέριο ελαφρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, υδρογόνο ή ήλιο), που ανεβαίνει και αιωρείται μέσα στην ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αήρ + -στατός < ίστημι, πρβλ. γαλλ. aerostat].