πιλατεύω

Greek Monolingual

Ν
1. ταλαιπωρώ, παιδεύω, βασανίζω κάποιον
2. ενοχλώ, πειράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Πιλᾶτος + κατάλ. -εύω, ενώ κατ' άλλους < ἀπελάτης (< ἀπελαύνω «διώχνω»)].