πιπεριά

Greek Monolingual

η, Ν πιπέρι
βοτ.
1. κοινή ονομασία τών καλλιεργούμενων ειδών του γένους καψικό, καθώς και του εδώδιμου καρπούς τους
2. είδος καλλωπιστικού φυτού.