πισσόομαι

Greek Monotonic

πισσόομαι: Αττ. πιττ-, Μέσ. (πίσσα), αφαιρώ τις τρίχες με ένα έμπλαστρο από πίσσα, σε Λουκ.

Middle Liddell

πισσόομαι, πίσσα
Mid. to remove the hair by means of a pitch-plaster, Luc.