πιτυρίτης

English (LSJ)

[ρῑ] ἄρτος, = πιτυρίας, Philem.Gloss. ap. Ath.3.114e, Gal.8.184.

German (Pape)

[Seite 622] ὁ, = πιτυρίας, Ath. III, 114 e.

Greek (Liddell-Scott)

πῐτῡρίτης: -ου, ὁ, ἴδε πιτυρίας.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(ενν. άρτος) ψωμί παρασκευαζόμενο από πιτυρούχο αλεύρι, πιτυρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. -ίτης, που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτου (πρβλ. ζυμ-ίτης, ιπ-ίτης, κριβαν-ίτης)].