πιτυχαίνω

Greek Monolingual

Ν
(διαλ. τ.) πετυχαίνω, ευστοχώγιατί μ' έχουν λαβωμένο στην καρδιά πιτυχημένο», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτυγχάνω με σίγηση του αρκτικού άτονου -ε- (πρβλ. πετυχαίνω)].