η / πλῆξις, -εως, ΝΜΑ πλήσσωνεοελλ.η κατάσταση κατά την οποία πλήττει κάποιος, ανία, βαριεστημάραμσν.-αρχ.το να πλήττει, να χτυπάει κάποιος κάτι.