πλαγιομάγαδις

Greek (Liddell-Scott)

πλαγιομάγαδις: ἡ, πλαγία μάγαδις, κατὰ διόρθωσιν Meineke ἀντὶ παλαιομάγαδις, ἐν Ἀθην. δειπνοσ. σ. 182d.

Greek Monolingual

-άδεως, ἡ, Α
πλάγια μάγαδις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + μάγαδις «έγχορδο μουσικό όργανο»].