πλαγιοτομία
English (LSJ)
ἡ, oblique incision, Leonid. ap. Aët.15.5.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
(γεωδ.-τοπογρ.) ειδική περίπτωση εφαρμογής της εμπροσθοτομίας, όταν ένα από τα δύο γνωστά σημεία είναι απρόσιτο, όπως λ.χ. είναι ένα αδιάβατο έδαφος ή η κορυφή ενός καμπαναριού κ.λπ.
αρχ.
λοξή εντομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -τομία (< -τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινοτομία.