πλαστικότητα

Greek Monolingual

η, Ν
1. (κυρίως για ύλη) η ιδιότητα του πλαστικού, το να είναι κάτι εύπλαστο («η πλαστικότητα του πηλού»)
2. η αγαλματένια, η αρμονική σωματική διάπλαση («η πλαστικότητα του σώματός της» — η ευρυθμία τών γραμμών του σώματός της)
3. (για γλυπτό έργο) η ισορροπία της μορφής και του όγκου
4. φυσ. ρεολογική ιδιότητα ορισμένων υλικών, η οποία συνίσταται στη μόνιμη μεταβολή του σχήματός τους όταν υπόκεινται σε μέτριου μεγέθους μηχανικές τάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστικός. Η λ., στον λόγιο τ., πλαστικότης, μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή].