ευρυθμία
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐρυθμία) εύρυθμος
1. ύπαρξη κανονικού ρυθμού, συμμετρία, αναλογία τών μερών μεταξύ τους και προς το σύνολο
2. κίνηση με ωραίο ρυθμό
3. σύμμετρη, αρμονική διάταξη στον λόγο
αρχ.
1. ανταπόκριση ανάμεσα στον ρήτορα και στο ακροατήριό του
2. (για πρόσωπα) ευπρέπεια, χάρη
3. (για χειρουργό) επιδεξιότητα στις κινήσεις τών χεριών.