Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πλαϊνός
{{grml
|mltxt=και πλαγινός, -ή, -ό, Ν [[πλάι/ πλάγι 1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, ο παράπλευρος, ο διπλανός («η πλαϊνή πόρτα») 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουδ.) ο πλαϊνός και η πλαϊνή ογείτονας, ο ένοικος του διπλανού σπιτιού.
}}