και μπλερέζα, η, Ν
μακρύ μαύρο πένθιμο γυναικείο κάλυμμα της κεφαλής ή και του προσώπου, από πολύ λεπτό ύφασμα, στερεωμένο σε μαύρο καπέλο ή τοποθετημένο απευθείας στα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pleureuse < γαλλ. pleurer «κλαίω» < λατ. ploro «κλαίω, οδύρομαι»].