πλεῖος

English (LSJ)

πλειότερος, v. πλέως.

German (Pape)

[Seite 628] ion. u. ep. statt πλέος, voll; bei Hom. u. Hes. die gew. Form. S. πλέος.

French (Bailly abrégé)

v. πλέος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεῖος ep. voor πλέος.

Russian (Dvoretsky)

πλεῖος: эп. = πλέος.

Greek (Liddell-Scott)

πλεῖος: πλειότερος, ἴδε ἐν λ. πλέως.

English (Autenrieth)

comp. πλειότερος: full.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
(επικ. τ.) βλ. πλέως.

Greek Monotonic

πλεῖος: πλειότερος, βλ. πλέως.