πλησίφως

English (LSJ)

-ωτος, ὁ, ἡ, = πλησιφαής (with full light).

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
πλησιφαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι «γεμίζω» (πρβ. αόρ. -πλησ-α) + -φως (< φῶς, φωτός), πρβλ. λειψίφως].