πνευματόμφαλος
English (LSJ)
ὁ, sufferer from umbilical hernia, supposed to be caused by wind, Gal.14.786:—also πνευμόμφαλον, τό, umbilical hernia, Id.19.445.
German (Pape)
[Seite 640] Windbruch des Nabels, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτόμφᾰλος: ὁ, τὸ ἀνεύρυσμα τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην. 2. 395· οὕτω, πνευμόμφαλος, αὐτόθι 274.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(στον Γαλ.) ανεύρυσμα του ομφαλού και διόγκωση του λόγω διείσδυσης αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος+ ὀμφαλός.
(II)
-ον, Α πνευματόμφαλος
(στον Γαλ.) αυτός που πάσχει από πνευματόμφαλο.