ο, Ν1. αυτός που αφαιρεί με πνιγμό τη ζωή κάποιου2. μτφ. μέλος συμμορίας, ληστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνίγω + κατάλ. -άρης (πρβλ. λυσσάρης)].