λυσσάρης
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
Greek Monolingual
και λυσσιάρης, -άρα, -ικο (Μ λυσσάρης και λυσσιάρης, -άρα, -ικο)
αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος
νεοελλ.
1. αυτός που οργίζεται εύκολα
2. αυτός που επιζητεί κάτι με μανία, όπως γενετήσιες σχέσεις, κέρδη, την εξόντωση τών αντιπάλων του κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -(ι)άρης (πρβλ. κατεργάρης, πεισματάρης)].