πνιγετός

English (LSJ)

ὁ, = πνῖγος, Ptol.Phas.p.63 H., Hsch. s.v. ἀγχόνη.

German (Pape)

[Seite 641] ὁ, Schlinge zum Erwürgen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πνιγετός: -οῦ, ὁ, = πνῖγος, Πτολ., Ἡσύχ. ἐν λ. ἀγχόνη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
το πνῖγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνῖγος + κατάλ. -ετός (πρβλ. παγετός, πυρετός)].