πνιγούρα

Greek Monolingual

η, Ν
1. πνιγηρότητα
2. αποπνικτική ζέστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ- του πνίγω + κατάλ. -ούρα (πρβλ. θολούρα)].