πνιγῖτις
English (LSJ)
(sc. γῆ), ιδος, ἡ, a sort of clay, Dsc.5.157, Plin. HN35.194.
German (Pape)
[Seite 641] ἡ, γῆ, eine Thonart; Diosc.; Plin. H. N. 34, 16.
Greek (Liddell-Scott)
πνῑγῖτις: (δηλ. γῆ) ἡ, εἶδος πηλοῦ, Διοσκ. 5. 177, Πλίν. 35. 56.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
φρ. «πνιγῖτις γῆ» — είδος μελανόχρωμου χώματος, ὁμοιου ως προς την ποιότητα με τον αμπελίτη, που ονομάστηκε έτσι γιατί βρίσκεται σε στενούς τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ- του πνίγω + επίθημα -ῖτις (πρβλ. στεγίτις)].