Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ποδαράκι
Greek Monolingual
το, Ν ποδάρι 1. μικρό πόδι 2.(θωπ.) χαριτωμένο ή αγαπημένο πόδι 3.πληθ.τα ποδαράκια πόδια προβάτων και γιδιών κομμένα από την τελευταία άρθρωση, γδαρμένα και καθαρισμένα.