ποδηγία

English (LSJ)

ἡ, leading, guiding, Lyc.846.

German (Pape)

[Seite 643] ἡ, Führung, Leitung, Anleitung, Sp., wie Lycophr. 11. 846.

Greek (Liddell-Scott)

ποδηγία: ἡ, (ποδηγὸς) τὸ ποδηγετεῖν, ὁδηγεῖν, ὁδηγία, Λυκόφρ. 846.

Greek Monolingual

ἡ, Α ποδηγός
το να οδηγεί κανείς κάποιον άλλο, η καθοδήγηση.