ποικιλωδία

Greek Monolingual

η, Ν
μουσική παραλλαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + ωδή κατά το μελωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].