ποικιλόφρων

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, = ποικιλομήτης, ἀλώπα Alc.Supp.22.7; of Odysseus, E.Hec.131 (anap.); cf. ποικιλόθρονος.

German (Pape)

[Seite 650] voll mannichfacher Gedanken, Ratschläge, verschlagen, listig, schlau, sinnreich; Eur. Hec. 30; v.l. für ποικιλόθρονος, Sappho 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l'esprit fertile en expédients.
Étymologie: ποικίλος, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόφρων -ονος [ποικίλος, φρήν] listig.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόφρων: 2, gen. ονος изобретательный, хитроумный, лукавый (Λαερτιάδης Eur.).

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
πολυμήχανος, πολύτροπος, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Greek Monotonic

ποικῐλόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, = ποικιλομήτης, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, = ποικιλομήτης, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Εὐρ. Ἑκάβ. 133.

Middle Liddell

ποικῐλό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, = ποικιλομήτης, Eur.]