ποιμαντήρ
English (LSJ)
ποιμαντῆρος, ὁ, = ποιμήν: metaph., νεῶν π., of pilots, S.Fr. 432.10(pl.).
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ποιμαντήρ: ῆρος ὁ Soph. = ποιμήν.
Greek (Liddell-Scott)
ποιμαντήρ: ῆρος, ὁ, = ποιμήν, Σοφ. Ἀποσπ. 379.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. ποιμένας, βοσκός
2. μτφ. κυβερνήτης πλοίου, πλοηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. σημαντήρ)].