ποκκί

English (LSJ)

or πὸκ κί, = πρὸς τί, but in meaning = ὅτι, that, IG9(2).517.12 (Larissa, iii B.C.).

Greek Monolingual

ή πὸκ κί, Α
προς τί, προς ότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποκ (άλλος τ. του ποτί) + κί (< τί, με αφομοίωση)].