πολεμητέον

English (LSJ)

one must go to war, Ar.Lys.496, Arist.Rh.1396a8; ἑκάστοις Pl.Plt. 304e: pl. πολεμητέα, Th.1.79, D.C.36.46.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πολεμέω, δεῖ πολεμεῖν, Ἀριστοφ. Λυσ. 496, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 5· τινι, κατά τινος, Πλάτ. Πολιτικ. 304Ε· ― πληθ. πολεμητέα, Θουκ. 1. 79, Δίων Κ. 36. 29.

Greek Monotonic

πολεμητέον: ρημ. επίθ. του πολεμέω, αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να πολεμήσει, σε Αριστ.· πληθ. πολεμητέα, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμητέον, adj. verb. van πολεμέω, er moet oorlog gevoerd worden; ook plur. πολεμητέα. Thuc. 1.79.2.