πολεμοκέλαδος

English (LSJ)

πολεμοκέλαδον, exulting in the din of war, Βρόμιος Lyr.Adesp.108.

German (Pape)

[Seite 654] Kriegsgetöse erregend, poet. bei D. Hal. C. V. p. 107.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμοκέλᾰδος: -ον, ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θορύβῳ τοῦ πολέμου, Βρόμιος Ποιητ. παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. ἐν τῷ περὶ Συνθ. 17.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ευφραίνεται με τον θόρυβο του πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κέλαδος «θόρυβος, βοή» (πρβλ. νεοκέλαδος)].