πολιά
English (LSJ)
ἡ, greyness of hair, Men.Mon.705; as a disease, Arist.GA 784b13, Pr.894b9, Fr.235; σεμνὴ π. LXX 4 Ma.7.15, cf. Plu.2.4ib, Chor. p.15B., al.; πολιή σε κατεύνασε AP5.219 (Agath.): concrete, πολλῆς μὲν νεότητος, πολλῆς δὲ πολιᾶς εἰσιούσης Chor. in Lib.4.516R.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
chevelure gris-blanc.
Étymologie: πολιός.
Russian (Dvoretsky)
πολιά: ион. πολιή ἡ
1 седина Men., Arph., Anth.;
2 старческий возраст, старость Luc., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πολιά: ἡ, ἡ τῶν τριχῶν λευκότης, πολιὰ χρόνου μήνυσις, οὐ φρονήσεως Μενάνδρ. Μονόστιχ. 705. μνημονευομένη ὡς ἀσθένεια, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 4, 6, πρβλ. Προβλ. 9. 34, Ἀποσπ. 226· πρβλ. πολιὸς Ι. 2, πολιότης.
Greek Monolingual
ἡ, Α πολιός
1. η λευκότητα τών τριχών της κεφαλής («πολιά χρόνου μήνυσις, οὐ φρόνησις», Μέν.)
2. η γεροντική ηλικία, το γήρας
3. αρχαιότητα.