πολιάζω

English (LSJ)

= πολιαίνομαι (grow white), of the hair, Sch. Call. Ap. 14.

Greek (Liddell-Scott)

πολιάζω: τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Καλλ. Ὕμν. εἰς τὸν Ἀπόλλ. 14.

Greek Monolingual

Α πολιός
(για τρίχες) γίνομαι πολιός.