ὁ, Αγέροντας που τρώγει πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «υπόλευκος, αυτός που έχει λευκές τρίχες» + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω «τρώω»)].