πολυγλωσσία

Greek (Liddell-Scott)

πολυγλωσσία: ἡ, ποικιλία γλωσσῶν, Κύριλλ. Ἀλ. Π. 80Β, κλπ.

Greek Monolingual

η, Ν
1. ύπαρξη και χρήση πολλών γλωσσών
2. η γνώση πολλών γλωσσών
3. το να μιλά και να γράφει κανείς πολλές γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύγλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].