πολυδένδρεος
English (LSJ)
πολυδένδρεον, Ep. for πολύδενδρος, κῆπος, ἀγρός, Od. 4.737, 23.139; γῆ Sol. 13.47.
German (Pape)
[Seite 661] mit vielen Bäumen, baumreich; κῆπος, Od. 4, 737; ἀγρός, 23, 139. 359; sp. D., ἔαρ, Ep. ad. 654 (IX, 65).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épq. c. πολύδενδρος.
Étymologie: πολύς, δένδρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυδένδρεος -ον ep. voor πολύδενδρος.
Russian (Dvoretsky)
πολυδένδρεος: богатый деревьями (κῆπος, ἀγρός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυδένδρεος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ προηγ., ἀγρός, κῆπος Ὀδ. Δ. 737, Ψ. 139.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ον, Α
(επικ. τ.) πολύδενδρος («καί μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δένδρεον.
Greek Monotonic
πολυδένδρεος: -ον, Επικ. αντί του επόμ., σε Ομήρ. Οδ.