πολυδιάφθορος

English (LSJ)

πολυδιάφθορον, much-destroyed, Sch.Il.4.171.

German (Pape)

[Seite 662] viel verderbend, Schol. Il. 4, 171.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδιάφθορος: -ον, ὁ πολλὴν ἐπιφέρων καταστροφήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 171.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ καταστρεπτικός, πολύ φθοροποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διάφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. ευδιάφθορος].